καραβάνα

καραβάνα
η (Μ καραβάνα)
μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο βάζει ο κάθε στρατιώτης το συσσίτιό του
νεοελλ.
φρ.
1. «λόγια τής καραβάνας» — αερολογίες
2. «παλιά καραβάνα»
α) παλιός στρατιωτικός
β) άνθρωπος με μεγάλη πρακτική πείρα
μσν.
1. μεγάλο πλοίο
2. ομάδα από εμπορικά και πολεμικά πλοία, νηοπομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caravana ή < τουρκ. karavana].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καραβάνα — η (λ. τουρκ.) 1. μεταλλικό δοχείο μέσα στο οποίο κάθε στρατιώτης τρώει το συσσίτιό του: Όταν πας στο στρατό θα τρως σε καραβάνα. 2. η φράση «λόγια της καραβάνας», σημαίνει ανόητους λόγους, αερολογήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καραβανάς — ὁ [καραβάνα] 1. ειρωνική προσωνυμία για τους αμόρφωτους και άξεστους μόνιμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς τού παλαιού στρατού οι οποίοι δεν προέρχονταν από στρατιωτικές σχολές 2. ειρωνικός χαρακτηρισμός τών μόνιμων στρατιωτικών 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • πατάνη — η, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια αρχ. είδος ρηχού πιάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα άνη (πρβλ. λεκ άνη, χο άνη, σκαπ άνη) και συνδέεται …   Dictionary of Greek

  • καραβανάς — ο ειρων., απαίδευτος και άξεστος αξιωματικός ή υπαξιωματικός: Δεν τον θέλω τον καραβανά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”