- καραβάνα
- η (Μ καραβάνα)μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο βάζει ο κάθε στρατιώτης το συσσίτιό τουνεοελλ.φρ.1. «λόγια τής καραβάνας» — αερολογίες2. «παλιά καραβάνα»α) παλιός στρατιωτικόςβ) άνθρωπος με μεγάλη πρακτική πείραμσν.1. μεγάλο πλοίο2. ομάδα από εμπορικά και πολεμικά πλοία, νηοπομπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caravana ή < τουρκ. karavana].
Dictionary of Greek. 2013.